Νανσί

Νανσί
(Nancy). Πόλη (103.200 κάτ. το 2003) της βορειοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Μερτ-ε-Μοζέλ. Βρίσκεται στην ιστορικο-διοικητική περιοχή της Λορένης, της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Μερτ και στη Διώρυγα Μάρνη - Ρήνου, στο κέντρο μιας λεκάνης πλούσιας σε σιδηρομεταλλεύματα και έχει σημαντικές βιομηχανίες χαλυβουργίας, μεταλλομηχανουργίας, χημικών προϊόντων, ειδών διατροφής και υαλουργίας. Είναι σπουδαίο εμπορικό και πνευματικό κέντρο, έδρα πανεπιστημίου (1854) και διάφορων καλλιτεχνικών και επιστημονικών ιδρυμάτων, όπως το μουσείο Καλών Τεχνών και το Ιστορικό Μουσείο της Λορένης. Ιστορία. Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω από τον πύργο των δουκών της Λορένης, της οποίας ήδη από τον 12o αι. το Ν. ήταν η πρωτεύουσα· περιήλθε οριστικά στη Γαλλία το 1766. Το κέντρο του αρχαιότερου αστικού πυρήνα αποτελείται από δύο πλατείες, την πλατεία Στανίσλαου και την Καριέρ, γύρω από τις οποίες είναι το Δημαρχείο, η Αψίδα του θριάμβου, το κυβερνητικό μέγαρο, το δουκικό ανάκτορο και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, τα περισσότερα του 18ου αι. Η Αψίδα του θριάμβου, στη Νανσί της Γαλλίας, που ιδρύθηκε προς τιμήν του Λουδοβίκου ΙΕ’ στο ιστορικό κέντρο της πόλης, η οποία διατηρεί πολυάριθμα ίχνη από τον Μεσαίωνα και τον 18ο αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος ο Τολμηρός — (Βουργουνδία 1433 – Νανσί 1477). Δούκας της Βουργουνδίας (1467 77). Ήταν γιος του Φίλιππου του Καλού και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Ως κόμης του Σαρολέ αντιμετώπισε με σκληρότητα τις εξεγέρσεις των Φλαμανδών που σημειώθηκαν το 1452 53.… …   Dictionary of Greek

  • Λορένη — I (γαλλ. Lorraine, γερμ. Lothringen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (23.547 τ. χλμ., 2.310.376 κάτ. το 2000) της Γαλλίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας· η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Μεζ (Μόσα), Μερτ ε Μοζέλ,… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • Περντριζέ, Πολ — (Perdrlzet, Μομπελιάρ 1870 – Νανσί 1938). Γάλλος λόγιος, αρχαιολόγος και ιστορικός των θρησκειών. Διατέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Νανσί (1898) και του Στρασβούργου (1919) και έκανε πολλές ανασκαφές στην Ελλάδα, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο …   Dictionary of Greek

  • Άστορ — (Astor). Οικογένεια Αμερικανών και Άγγλων επιχειρηματιών και πολιτικών γερμανικής καταγωγής. 1. Τζον Τζέικομπ (1763 1848). Μεγαλοεπιχειρηματίας, έμπορος γουναρικών. Μετανάστευσε από τη Γερμανία στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσε την πόλη Αστόρια, στις όχθες… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαντόν, Σουζάν — (Suzanne Valadon, Λιμόζ 1865 – Παρίσι 1938). Γαλλίδα ζωγράφος. Άρχισε τη σταδιοδρομία της ως μπαλαρίνα. Αργότερα εργάστηκε ως μοντέλο διαφόρων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων και οι Ρενουάρ και Τουλούζ Λοτρέκ. Τέλος, ασχολήθηκε με επιτυχία με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”